- ωχομην
- ᾠχόμηνimpf. к οἴχομαι См. οιχομαι
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ᾠχόμην — οἴχομαι go imperf ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠιχόμην — ᾠχόμην , οἴχομαι go imperf ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οίχομαι — οἴχομαι και οἰχέομαι και συνηρ. τ. οἰχεῡμαι (Α) 1. πηγαίνω ή έρχομαι (α. «κατὰ στρατὸν ᾤχετο πάντη ὀτρύνων μαχέσασθαι», Ομ. Ιλ. β. «οἴχηται φεύγων» έφυγε και χάθηκε γ. «ὤχετ εὐθὺς ἀπιών» έφυγε και πάει, έφυγε τρέχοντας δ. «ἐκπέφευγ , οἴχεται… … Dictionary of Greek